- συνειρμός
- ὁ, ΝΑ [συνείρω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνείρω, σύναψη, συνάφεια2. (για λέξεις) λογική συνάρτηση, αλληλουχίανεοελλ.1. (φιλοσ.-ψυχολ.) α) (κατά την κλασική αντίληψη) i) η επαναγωγή ή ανάπλαση στη συνείδηση τού ανθρώπου, από μια δεδομένη παράσταση, ιδέα ή εμπειρία, την επάγουσα, μιας άλλης, τής επαγόμενης, που έχει συνδεθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο με την πρώτηii) η σύνδεση ή συσχέτιση, αυτή καθ' εαυτήν, μεταξύ τών παραστάσεων, ιδεών και εμπειριών, που αποτελεί και το υπόβαθρο τής ανάπλασής τους στη συνείδησηβ) (πειραμ. ψυχολ.) περιγραφικός όρος που αντιστοιχεί στο γεγονός ότι η παρουσία μιας ορισμένης ψυχολογικής μονάδας, λ.χ. μιας λέξης ή αναπαράστασης, προκαλεί σε ένα άτομο την παραγωγή μιας ορισμένης μονάδας τού ίδιου τύπου, όπως λ.χ. η εκφώνηση τής λέξης τραπέζι από τον εξεταστή προκαλεί την απάντηση κάθισμα εκ μέρους τού εξεταζομένου2. φρ. α) «συνειρμός ιδεών»i) (κατά την κλασική αντίληψη) συνειρμός κατά τον οποίο οι ιδέες εφέλκονται μεταξύ τους και διαδέχονται η μία την άλλη στους κόλπους τής συνείδησης, δίχως την παρέμβαση τής βούλησης, λόγω συνάφειας, αντίθεσης ή αυτόματης συσχέτισής τουςii) (πειραμ. ψυχολ.) κατηγορία συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες είναι ιδέεςβ) «λεκτικός συνειρμός»(πειραμ. ψυχολ.) ιδιαίτερη κατηγορία συνειρμών στην οποία οι εξεταζόμενες ψυχολογικές μονάδες είναι λέξειςγ) «ελεύθερος συνειρμός»(ψυχανάλ.) κανόνας που συνίσταται στο να εκφράσει ο ασθενής όλες του τις σκέψεις, ιδέες ή εικόνες χωρίς καμία διάκριση και με αυθόρμητο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.